μεταπλασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταπλασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική métaplasie < αρχαία ελληνικά μεταπλάσσω + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταπλασία θηλυκό
- (βιολογία, ιατρική) ανώμαλη μεταβολή κυτταρικού ιστού ή κυττάρων από έναν τύπο σε άλλον
Συγγενικά επεξεργασία
- μεταπλάθω, μεταπλάσσω
- μετάπλαση
- μετάπλασμα (γεωπονία)
- μεταπλασμός (γλωσσολογία)
- μεταπλαστικός
- μεταπλαστός
- → και δείτε τη λέξη πλάθω και το αρχαίο πλάσσω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταπλασία
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)