μεταπασχαλινός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταπασχαλινός < μετα- + πασχαλινός, (περιστασιακή σύνθεση)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ta.pa.sxa.liˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐πα‐σχα‐λι‐νός
Επίθετο επεξεργασία
μεταπασχαλινός, -ή, -ό
- που γίνεται ή συμβαίνει μετά το Πάσχα
- ※ Πέντε ταινίες συνθέτουν τον κορμό της μεταπασχαλινής κινηματογραφικής εβδομάδας. (* εφημερίδα Καθημερινή)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταπασχαλινός
|