(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταδιεγείρω < μετα- + διεγείρω, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transduce

  Ρήμα επεξεργασία

μεταδιεγείρω

  • (ιατρική) μετατρέπω εξωτερικό ερέθισμα σε νευρική αναμεταδόσιμη πληροφορία
  • (πληροφορική, ρομποτική μεταδίδω σε επεξεργαστή δεδομένο κάποιου αισθητήρα και προκαλώ συμπεριφορική αλλαγή/συμπεριφορική αντίδραση σε ρομπότ ή συσκευή