μεταβολίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταβολίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος μεταβολίζω
Ρήμα επεξεργασία
μεταβολίζομαι, πρτ.: μεταβολιζόμουν, στ.μέλλ.: θα μεταβολιστώ, αόρ.: μεταβολίστηκα, μτχ.π.π.: μεταβολισμένος
- υφίσταμαι μεταβολισμό
- οι περισσότερες τροφές μεταβολίζονται στο λεπτό έντερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταβολίζομαι