Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταβλημένος η μεταβλημένη το μεταβλημένο
      γενική του μεταβλημένου της μεταβλημένης του μεταβλημένου
    αιτιατική τον μεταβλημένο τη μεταβλημένη το μεταβλημένο
     κλητική μεταβλημένε μεταβλημένη μεταβλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταβλημένοι οι μεταβλημένες τα μεταβλημένα
      γενική των μεταβλημένων των μεταβλημένων των μεταβλημένων
    αιτιατική τους μεταβλημένους τις μεταβλημένες τα μεταβλημένα
     κλητική μεταβλημένοι μεταβλημένες μεταβλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταβάλλω

  Μετοχή επεξεργασία

μεταβλημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία