μεσόφωνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /meˈso.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σό‐φω‐νος
Επίθετο επεξεργασία
→ λείπει η κλίση
μεσόφωνος, -η/-ος, -ο
- (μουσική) που η φωνή του κινείται σε μεσαίες περιοχές τονικού ύψους
- συνηθέστερα: → δείτε ουσιαστικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσόφωνος
|
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεσόφωνος θηλυκό
- (μουσική, για τραγουδίστρια) συνώνυμο του μέτζο σοπράνο
- αντίστοιχη ανδρική φωνή: ο βαρύτονος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- (γυναικείες) σοπράνο / υψίφωνος • μέτζο σοπράνο / μεσόφωνος • κοντράλτο
- (ανδρικές) κόντρα τενόρος • τενόρος / οξύφωνος • βαρύτονος • μπασοβαρύτονος • μπάσος / βαθύφωνος
πολυφωνία, οργανολογία - φωνές:
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσόφωνος
|