Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. μες < μέσα (σε θέση πρόθεσης) πριν από λέξη που αρχίζει από σύμφωνο
  2. μες < (λόγιο δάνειο) γαλλική mèche[1]

  Επίρρημα επεξεργασία

μες

  1. μέσα (σε θέση πρόθεσης)
    μες στη σιωπή της νύχτας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μες θηλυκό

  1. τρόπος βαψίματος των μαλλιών με ανταύγειες

  Μεταφράσεις επεξεργασία