Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βάψιμο τα βαψίματα
      γενική του βαψίματος των βαψιμάτων
    αιτιατική το βάψιμο τα βαψίματα
     κλητική βάψιμο βαψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάψιμο < βαψ- (<βάφω) + -ιμο[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βάψιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια του βάφω
    το παραδοσιακό βάψιμο των αβγών τη Μεγάλη Πέμπτη
  2. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του βάφομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία