Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεροληπτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μεροληπτικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε μεροληπτικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα επεξεργασία

μεροληπτικώς

  Πηγές επεξεργασία