Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεροληπτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μεροληπτικ
ός
η
μεροληπτικ
ή
το
μεροληπτικ
ό
γενική
του
μεροληπτικ
ού
της
μεροληπτικ
ής
του
μεροληπτικ
ού
αιτιατική
τον
μεροληπτικ
ό
τη
μεροληπτικ
ή
το
μεροληπτικ
ό
κλητική
μεροληπτικ
έ
μεροληπτικ
ή
μεροληπτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μεροληπτικ
οί
οι
μεροληπτικ
ές
τα
μεροληπτικ
ά
γενική
των
μεροληπτικ
ών
των
μεροληπτικ
ών
των
μεροληπτικ
ών
αιτιατική
τους
μεροληπτικ
ούς
τις
μεροληπτικ
ές
τα
μεροληπτικ
ά
κλητική
μεροληπτικ
οί
μεροληπτικ
ές
μεροληπτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεροληπτικός
<
μεροληπτώ
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
μεροληπτικός, -ή, -ό
που
μεροληπτεί
, που
ευνοεί
(αντίθετα προς τη δικαιοσύνη) το ένα από δύο αντιτιθέμενα μέρη
Αντώνυμα
επεξεργασία
αντικειμενικός
δίκαιος
,
ακριβοδίκαιος
αμερόληπτος
Συγγενικά
επεξεργασία
μεροληπτώ
μεροληψία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεροληπτικός
αγγλικά
:
discriminatory
(en)
,
partial
(en)
,
biased
(en)
,
weighted
(en)
γαλλικά
:
partial
(fr)