μεραρχιόσημο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεραρχιόσημο | τα | μεραρχιόσημα |
γενική | του | μεραρχιόσημου & μεραρχιοσήμου |
των | μεραρχιόσημων & μεραρχιοσήμων |
αιτιατική | το | μεραρχιόσημο | τα | μεραρχιόσημα |
κλητική | μεραρχιόσημο | μεραρχιόσημα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεραρχιόσημο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) το έμβλημα μιας μεραρχίας του στρατού ή αντίστοιχης μονάδας των ενόπλων δυνάμεων
- (κατ’ επέκταση) το έμβλημα ή διακριτικό σήμα κάθε στρατιωτικής μονάδας ή υπηρεσίας
- → δείτε και τον όρο σήμα μπράτσου
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεραρχιόσημο
|