μενσεβίκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μενσεβίκος < (άμεσο δάνειο) ρωσική меньшинство (μενσινστβό, μειοψηφία)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μενσεβίκος αρσενικό
- (ιστορία) μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος που μειοφήφισε, σε σχέση με τους μπολσεβίκους του Λένιν, κατά το δεύτερο συνέδριο του 1903