↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελοδραματοποιημένος η μελοδραματοποιημένη το μελοδραματοποιημένο
      γενική του μελοδραματοποιημένου της μελοδραματοποιημένης του μελοδραματοποιημένου
    αιτιατική τον μελοδραματοποιημένο τη μελοδραματοποιημένη το μελοδραματοποιημένο
     κλητική μελοδραματοποιημένε μελοδραματοποιημένη μελοδραματοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελοδραματοποιημένοι οι μελοδραματοποιημένες τα μελοδραματοποιημένα
      γενική των μελοδραματοποιημένων των μελοδραματοποιημένων των μελοδραματοποιημένων
    αιτιατική τους μελοδραματοποιημένους τις μελοδραματοποιημένες τα μελοδραματοποιημένα
     κλητική μελοδραματοποιημένοι μελοδραματοποιημένες μελοδραματοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελοδραματοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μελοδραματοποιώ

μελοδραματοποιημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία