Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μελιτζανιά οι μελιτζανιές
      γενική της μελιτζανιάς των μελιτζανιών
    αιτιατική τη μελιτζανιά τις μελιτζανιές
     κλητική μελιτζανιά μελιτζανιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελιτζανιά < μελιτζάν(α) + -ιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.li.d͡zaˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐λι‐τζα‐νιά
 

  Ουσιαστικό 1 επεξεργασία

μελιτζανιά θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

μελιτζανιά < μελιτζανί, από το χρώμα του αιματώματος που δημιουργούσαν παλαιότερα οι χειροπέδες στον καρπό

  Ουσιαστικό 2 επεξεργασία

μελιτζανιά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μελιτζανιά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μελιτζανής
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μελιτζανής