μελανόστρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μελανόστρωμα < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική nimbostratus
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.laˈno.stɾo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λα‐νό‐στρω‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μελανόστρωμα ουδέτερο
- (μετεωρολογία) είδος πυκνού νέφους σκούρου γκρι χρώματος, το οποίο ανήκει στα χαμηλά νέφη (στρώματα) και φέρει μεγάλες ποσότητες βροχής ή χιονιού[1]
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μελανόστρωμα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)