Δείτε επίσης: μειωτής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μειώτης οἱ μειῶται
      γενική τοῦ μειώτου τῶν μειωτῶν
      δοτική τῷ μειώτ τοῖς μειώταις
    αιτιατική τὸν μειώτην τοὺς μειώτᾱς
     κλητική ! μειῶτ μειῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μειώτ
γεν-δοτ τοῖν  μειώταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μειώτης < μειόω + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μειώτης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία