μεθόριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεθόριος < αρχαία ελληνική μεθόριος
Επίθετο επεξεργασία
μεθόριος, -α/-ος, -ο
- που βρίσκεται στα σύνορα ανάμεσα σε δύο περιοχές
- μεθόριος γραμμή
Συνώνυμα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεθόριος θηλυκό
- η νοητή γραμμή που καθορίζει τα σύνορα δύο κρατών
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μεθόριος
- αυτός που αποτελεί τη μεθόριο, το σύνορο
- αυτός που βρίσκεται στα σύνορα
- η διαχωριστική γραμμή