Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεθειονίνη οι μεθειονίνες
      γενική της μεθειονίνης των μεθειονινών
    αιτιατική τη μεθειονίνη τις μεθειονίνες
     κλητική μεθειονίνη μεθειονίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεθειονίνη < μεθύλ- + θείον + κατάληξη -ίνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Συντακτικός τύπος μεθειονίνης.

μεθειονίνη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία