μείκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μείκτης | οι | μείκτες |
γενική | του | μείκτη | των | μεικτών |
αιτιατική | τον | μείκτη | τους | μείκτες |
κλητική | μείκτη | μείκτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μείκτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μείκτης αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- άλλη γραφή, με ιώτα: μίκτ-