Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαυρόγυπας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μαυρόγυπ
ας
οι
μαυρόγυπ
ες
γενική
του
μαυρόγυπ
α
των
μαυρογύπ
ων
αιτιατική
τον
μαυρόγυπ
α
τους
μαυρόγυπ
ες
κλητική
μαυρόγυπ
α
μαυρόγυπ
ες
Κατηγορία
όπως «
φύλακας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαυρόγυπας
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαυρόγυπας
αρσενικό
(
πτηνό
) το
πουλί
Aegypius Monachus
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μαυρόγυπας
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαυρόγυπας
αγγλικά
:
black vulture
(en)