Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ματαιώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ματαιώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ματαιώνω
  3. θα ματαιώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ματαιώνω