Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ματαιώνω < αρχαία ελληνική ματαιῶ + -ώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.teˈo.no/

  Ρήμα επεξεργασία

ματαιώνω

  1. δεν πραγματοποιώ μια προγραμματισμένη ενέργεια
  2. (βάσεις δεδομένων) η ενέργεια της ακύρωσης μιας συναλλαγής (transaction) σε μία βάση δεδομένων και η επαναφορά της στην πρότερη κατάσταση [1]

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. (αγγλικά) Michael J. Franklin, «Concurrency Control and Recovery», σελ. 2, University of Meryland. Προσπέλαση 2020-03-12