ματαίως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ματαίως < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μάταιος
Επίρρημα επεξεργασία
ματαίως
- Ματαίως ο συνήγορος του κατηγορουμένου αγόρευε επί ώρες, αφού η καταδίκη ήταν βέβαιη
ματαίως < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μάταιος
ματαίως