Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαστουριάζω < μαστούρα + -ιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

μαστουριάζω

  1. γίνομαι μαστούρας
  2. καθίσταμαι υπό την επήρεια ναρκωτικής ουσίας

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία