Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαστούρας οι μαστούρες
      γενική του μαστούρα των μαστούρων
    αιτιατική τον μαστούρα τους μαστούρες
     κλητική μαστούρα μαστούρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαστούρας < μαστούρα (θηλυκό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαστούρας αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του μαστούρης ο χασισωμένος
  2. γενικά αυτός που βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, εκτός φαρμακευτικών

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μαστούρας θηλυκό