μαστούρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαστούρας < μαστούρα (θηλυκό)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαστούρας αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του μαστούρης ο χασισωμένος
- γενικά αυτός που βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, εκτός φαρμακευτικών
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαστούρας
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μαστούρας θηλυκό