μαστιχόμελο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαστιχόμελο ουδέτερο
- μέλι που παράγεται στη Χίο από μέλισσες που ζουν σε μαστιχοφόρους σχίνους
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαστιχόμελο
μαστιχόμελο ουδέτερο