μαστίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαστίτιδα < μαστίτις + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαστίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) φλεγμονή του ιστου των μαστών από λοίμωξη ή άλλη αιτία