μαστίγωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαστίγωση | οι | μαστιγώσεις |
γενική | της | μαστίγωσης* | των | μαστιγώσεων |
αιτιατική | τη | μαστίγωση | τις | μαστιγώσεις |
κλητική | μαστίγωση | μαστιγώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μαστιγώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαστίγωση < (ελληνιστική κοινή) μαστίγωσις < αρχαία ελληνική η μάστιξ-μάστιγος (μαστίγιο και μάστιγα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαστίγωση θηλυκό
- το μαστίγωμα, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαστιγώνω
- η ποινή της μαστίγωσης εξακολουθεί να εφαρμόζεται
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαστίγωση