μασκαρεμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
μασκαρεμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μασκαρεμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μασκαρεμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μασκαρεμένος