μασιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μασιά | οι | μασιές |
γενική | της | μασιάς | των | μασιών |
αιτιατική | τη | μασιά | τις | μασιές |
κλητική | μασιά | μασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μασιά < (άμεσο δάνειο) τουρκική maşa < περσική ماشه (māsha)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μασιά θηλυκό
- λαβίδα, μεταλλική ασφάλεια σε σχήμα "φουρκέτας"
Μεταφράσεις επεξεργασία
μασιά