Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαράζωμα τα μαραζώματα
      γενική του μαραζώματος των μαραζωμάτων
    αιτιατική το μαράζωμα τα μαραζώματα
     κλητική μαράζωμα μαραζώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαράζωμα < μαραζώ(νω) + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαράζωμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  1. η ψυχική μάρανση, το αποτέλεσμα του μαραζώνω αλλά και η διαδικασία του στον ψυχισμό
  2. η συρίκνωση, η αποδυνάμωση και ο σταδιακός εκφυλισμός, ο μαρασμός, η φθορά
    Στόχος ήταν το βαθμιαίο μαράζωμα του κράτους
  3. η σωματική αποδυνάμωση
    Η κατάπτωση της γυναίκας από την πείνα, το μαράζωμα του παιδιού

  Μεταφράσεις επεξεργασία