μαράζωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαράζωμα < μαραζώ(νω) + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαράζωμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η ψυχική μάρανση, το αποτέλεσμα του μαραζώνω αλλά και η διαδικασία του στον ψυχισμό
- η συρίκνωση, η αποδυνάμωση και ο σταδιακός εκφυλισμός, ο μαρασμός, η φθορά
- Στόχος ήταν το βαθμιαίο μαράζωμα του κράτους
- η σωματική αποδυνάμωση
- Η κατάπτωση της γυναίκας από την πείνα, το μαράζωμα του παιδιού
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαράζωμα