μαουνιέρικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαουνιέρικος < μαουνιέρης + -ικος
Επίθετο επεξεργασία
μαουνιέρικος, -η, -ο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) σχετικός με μαούνα ή με μαουνιέρη.
- το ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ως ουσ: τα μαουνιέρικα → δείτε τη λέξη .
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαουνιέρικος
|