Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαξιλαροπόλεμος οι μαξιλαροπόλεμοι
      γενική του μαξιλαροπόλεμου των μαξιλαροπόλεμων
    αιτιατική τον μαξιλαροπόλεμο τους μαξιλαροπόλεμους
     κλητική μαξιλαροπόλεμε μαξιλαροπόλεμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαξιλαροπόλεμος < μαξιλάρ(ι) + -ο- + -πόλεμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.ksi.ka.ɾoˈpo.le.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐ξι‐λα‐ρο‐πό‐λε‐μος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαξιλαροπόλεμος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία