μανιοκαταθλιπτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μανιοκαταθλιπτικός < μανία + -ο- + καταθλιπτικός
Επίθετο επεξεργασία
μανιοκαταθλιπτικός
- που πάσχει από μανιοκατάθλιψη
- σχετικός με τη μανιοκατάθλιψη
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μανιοκαταθλιπτικός
|
Ουσιαστικό επεξεργασία
μανιοκαταθλιπτικός αρσενικό
- αυτός που πάσχει από μανιοκατάθλιψη