Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαλαματοκαπνίζω < μεταγενέστερη μαλαματοκαπνίζω < μάλαμα ( (ελληνιστική κοινή)μάλαγμα+ καπνίζω

  Ρήμα επεξεργασία

μαλαματοκαπνίζω, πρτ.: μαλαματοκάπνιζα, στ.μέλλ.: θα μαλαματοκαπνίσω, αόρ.: μαλαματοκάπνισα, παθ.φωνή: μαλαματοκαπνίζομαι, μτχ.π.π.: μαλαματοκαπνισμένος


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία