Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσώνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χρυσ(ῶ) (συνηρημένος τύπος του χρυσόω) + -ώνω[1] < χρυσός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xɾiˈso.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυ‐σώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

χρυσώνω, αόρ.: χρύσωσα, παθ.φωνή: χρυσώνομαι, π.αόρ.: χρυσώθηκα, μτχ.π.π.: χρυσωμένος

  1. καλύπτω κάτι ή μια επιφάνεια με χρυσό
     συνώνυμα: επιχρυσώνω
  2. στολίζω, μωρό ή το γαμπρό και τη νύφη με χρυσά κοσμήματα ή ποικίλματα για καλή τύχη
  3. χρωματίζω κάτι με χρυσό χρώμα
  4. (μεταφορικά) προσφέρω σε κάποιον πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό
  5. (μεταφορικά) παρακαλώ κάποιον πάρα πολύ, ικετεύω

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χρυσός

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία