μακάζι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μακάζι | τα | μακάζια |
γενική | του | μακαζιού | των | μακαζιών |
αιτιατική | το | μακάζι | τα | μακάζια |
κλητική | μακάζι | μακάζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μακάζι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) οριζόντια δοκός της στέγης
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- κάνω μακάζι: (ιδιωματικό) (αργκό) ψαλιδίζω και (μεταφορικά) ευνουχίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μακάζι
|