μαγούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαγούλα | οι | μαγούλες |
γενική | της | μαγούλας | — | |
αιτιατική | τη | μαγούλα | τις | μαγούλες |
κλητική | μαγούλα | μαγούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- μαγούλα < (άμεσο δάνειο) αλβανική magulë (σωρός, λόφος)[1] < σλαβικής προέλευσης гомила (επιτύμβιος σωρός λίθων, λόφος) < πρωτοσλαβική *gomyla (επιτύμβιος σωρός λίθων) (πβ. ρουμανικά măgură: λόφος) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /maˈɣu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐γού‐λα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαγούλα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- Μαγούλα (τοπωνύμιο)
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- μαγούλα < μάγουλο + μεγεθυντικό επίθημα -α
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαγούλα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) μεγεθυντικό του μάγουλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
λόφος
|
μεγάλο μάγουλο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)