μαγνητοφωνημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαγνητοφωνημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαγνητοφωνώ, μαγνητοφωνούμαι
Μετοχή επεξεργασία
μαγνητοφωνημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μαγνητοφωνώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαγνητοφωνημένος
|