μίξερ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μίξερ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μίξερ ουδέτερο άκλιτο
- (κουζινικά) το μηχάνημα ή το σκεύος με το οποίο ανακατώνουμε ή συνθλίβουμε φαγώσιμα ώστε να γίνουν πολτός ή χυμός