μέσο κοινωνικής δικτύωσης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέσο κοινωνικής δικτύωσης τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
      γενική του μέσου κοινωνικής δικτύωσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
    αιτιατική το μέσο κοινωνικής δικτύωσης τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
     κλητική μέσο κοινωνικής δικτύωσης μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μέσο κοινωνικής δικτύωσης < → δείτε τις λέξεις μέσο, κοινωνικός και δικτύωση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική social media)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

μέσο κοινωνικής δικτύωσης ουδέτερο

Υπώνυμα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία