Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μέδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *med- (μετρώ, συμβουλεύω) (συγγενικό με τα μεδέων, μέτρον, μέδιμνος, μήστωρ)

  Ρήμα επεξεργασία

μέδω

  1. κυβερνώ
  2. προστατεύω, φροντίζω, σκέφτομαι για κάποιον
  3. προνοώ, μηχανεύομαι, επινοώ
  4. θυμάμαι, έχω κατά νου

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία