Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάτωμα τα ματώματα
      γενική του ματώματος των ματωμάτων
    αιτιατική το μάτωμα τα ματώματα
     κλητική μάτωμα ματώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάτωμα < ματώ(νω) + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάτωμα ουδέτερο

  1. το αποτέλεσμα του ματώνω, αλλά όχι για μεγάλες αιμορραγίες, κυρίως για περιπτώσεις με μικρή ορή αίματος, όπως στα ούλα, στο δάχτυλο ή και στη μύτη όταν δεν πρόκειται για σοβαρή ρινορραγία
    το μάτωμα των ούλων οφείλεται συχνά σε ουλίτιδα
  2. θήραμα που πιάστηκε
  3. σφάγιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία