μάσταξ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
μαστᾰκ- | |||||
ονομαστική | ἡ | μάσταξ | αἱ | μάστακες | |
γενική | τῆς | μάστακος | τῶν | μαστάκων | |
δοτική | τῇ | μάστακῐ | ταῖς | μάσταξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | μάστακᾰ | τὰς | μάστακᾰς | |
κλητική ὦ! | μάσταξ | μάστακες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μάστακε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | μαστάκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μάσταξ θηλυκό
- η μπουκιά, αυτό που μπορεί να μασηθεί
- ↪ μάστακα δοῖσα τέκνοισιν
- τα σαγόνια, το στόμα, εκείνο με το οποίο μασάει ο άνθρωπος ή το ζώο
- ↪ ἐπί μάστακα χερσὶ πίεζε (έκλεινε το στόμα του με τα χέρια)
- (ελληνιστική σημασία) είδος ακρίδας (μόνο σε σχόλια ή γλώσσες λεξικών)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- μάσταξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μάσταξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.