μάσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάσα | οι | μάσες |
γενική | της | μάσας | των | μασών |
αιτιατική | τη | μάσα | τις | μάσες |
κλητική | μάσα | μάσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μάσα < μασώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
μάσα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) το φαγητό, το φαΐ
- (λαϊκότροπο) το κέρδος από κάποια δουλειά, συνήθως παράνομη
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μάσα
- β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ενεστώτα του ρήματος μασάω