λόρδωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λόρδωση | οι | λορδώσεις |
γενική | της | λόρδωσης* | των | λορδώσεων |
αιτιατική | τη | λόρδωση | τις | λορδώσεις |
κλητική | λόρδωση | λορδώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λορδώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λόρδωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λόρδω(σις) + -ση < λορδόομαι[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈloɾ.ðo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λόρ‐δω‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
λόρδωση θηλυκό
- (ιατρική) πάθηση της σπονδυλικής στήλης εξαιτίας της οποίας το άτομο γέρνει προς τα πίσω
- ※ Από τον τρόπο που τεντωνόταν υπέθεσα ότι θα έπρεπε να πάσχει από λόρδωση. (Θανάσης Βαλτινός, Ο γύψος. Συλλογή διηγημάτων Δεκαοχτώ κείμενα. Αθήνα: Κέδρος, 1970)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.