λωρένσιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
|
Ετυμολογία επεξεργασία
- λωρένσιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική lawrencium < Έρνεστ Λόρενς
Ουσιαστικό επεξεργασία
λωρένσιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) ραδιενεργό, μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις ακτινίδες, με ατομικό αριθμό 103 και χημικό σύμβολο το Lr
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λωρένσιο | τα | λωρένσια |
γενική | του | λωρένσιου | των | λωρένσιων |
αιτιατική | το | λωρένσιο | τα | λωρένσια |
κλητική | λωρένσιο | λωρένσια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης επεξεργασία
- λωρένσιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
λωρένσιο