Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λυοφιλοποίηση οι λυοφιλοποιήσεις
      γενική της λυοφιλοποίησης* των λυοφιλοποιήσεων
    αιτιατική τη λυοφιλοποίηση τις λυοφιλοποιήσεις
     κλητική λυοφιλοποίηση λυοφιλοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λυοφιλοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυοφιλοποίηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λυοφιλοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία