Ετυμολογία

επεξεργασία
λυντσάρω < αγγλική lynch < Lynch law (νόμος του Λιντς) < William Lynch (Ουίλιαμ Λιντς) ή Charles Lynch (Τσαρλς Λιντς)

λυντσάρω (παθητική φωνή: λυντσάρομαι)