Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λυμεώνας οι λυμεώνες
      γενική του λυμεώνα των λυμεώνων
    αιτιατική τον λυμεώνα τους λυμεώνες
     κλητική λυμεώνα λυμεώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυμεώνας < αρχαία ελληνική λυμεών < λύμη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λυμεώνας αρσενικό

  • (αρχαιοπρεπές) καταστροφέας
    ※  οι συντάκτες τέτοιων έργων, να στηλιτεύωνται ως όργανα του αρχεκάκου όφεως, λυμεώνες, λιμπερτίνοι, άθεοι, άφωρισμένοι και κατάρατοι (Στυλιανός Δ. Μιχόπουλος, Βυζάντιο, αυτοκράτορες, κλήρος και Ελληνισμός, Νέα Θέσις, 2000, σελ. 57)

  Μεταφράσεις επεξεργασία